- πληθωριστικός
- inflationary
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
πληθωριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πληθωρισμό: Οι πληθωριστικές πιέσεις δυσχεραίνουν την εθνική οικονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)